ανεμοκαίω

Greek Monolingual

1. ενεργ. καίω τον αέρα, ματαιοπονώ
2. (μέσ., ανεμοκαίγομαι)
καίγομαι απο φλογερό άνεμο, από τον λίβα (για σπαρτά).