ματαιοπονώ
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
(Α ματαιοπονῶ, -έω) ματαιοπόνος
κοπιάζω στα χαμένα, χάνω άδικα τον καιρό μου («ματαιοπονώ με το να προσπαθώ να τήν πείσω»).