ανεμομαχία

Greek Monolingual

η (Α ἀνεμομαχία)
νεοελλ.
1. η πάλη του πλοίου με δυσμενή άνεμο
2. η μάχη με φανταστικό αντίπαλο
αρχ.
η σύγκρουση αντίθετων ανέμων.