ανεφάρμοστος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει εφαρμοστεί ή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η. λ. μαρτυρείται στον ποιητή Π. Σούτσο].