ανθέμιο

Greek Monolingual

το (Α ἀνθέμιον)
1. συνηθισμένο φυτικό κόσμημα της αρχαίας τέχνης (σε ακρωτήρια, ακροκέραμα)
2. φυτικό κόσμημα σε τατουάζ
3. το φυτό ανθεμίς.