ἀνθέμιον

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθέμιον Medium diacritics: ἀνθέμιον Low diacritics: ανθέμιον Capitals: ΑΝΘΕΜΙΟΝ
Transliteration A: anthémion Transliteration B: anthemion Transliteration C: anthemion Beta Code: a)nqe/mion

English (LSJ)

τό,
A = ἄνθος, f.l. for ἄνθεμον in Thphr. HP 1.13.3,al., cf. AP4.1.36 (Mel.), PMag.Leid.V.13.9.
2 honeysuckle pattern on Ionic columns, IG1.322; so ἀνθέμιον ἐστιγμένοι = tattooed with a honeysuckle pattern, of the Mossynoeci, X.An.5.4.32: pl., ἀνθέμια = artificial flowers, IG11.161B50(Delos, iii B.C.).
3 of gold, the purest quality, LXX Ec. 12.6.

Spanish (DGE)

-ου, τό
I 1flor ἄσπορον ἀ. AP 4.1.36 (Mel.), PMag.12.423
fig., del oro puro, Hsch.
2 flor artificial, IG 11(2).161B.50 (Delos III a.C.), στιγμένοι ἀνθέμια tatuados con flores de los mosinecos del Ponto, X.An.5.4.32
arq. voluta del capitel jónico IG 12.372B.1.47 (V a.C.), Hsch.
II trad. del hebr. qullah, alcuza ἀ. χρυσίου LXX Ec.12.6.
III lugar de la acrópolis de Atenas, Hsch.

German (Pape)

[Seite 231] τό, die Blüte, Mel. 1, 36. Nach den VLL, bezeichnet es die Schneckenlinie am Knaufe der ion. Säulen (γραμμή τις ἑλικοειδὴς ἐν κίοσι); – ἀνθέμιον ἐστιγμένοι, von den Mosynöken, Xen. An. 5, 4, 32, bunt tätowiert.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fleur, fleur dessinée en tatouage.
Étymologie: ἄνθεμον.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθέμιον: τό
1 цветок, цветочек Anth.;
2 рисунок цветка Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθέμιον: τό, = ἄνθος, ἀμφίβολ. παρὰ Θεοφρ. (Ἴδε ἔκδ. Σνεϊδέρ. ἐν τῷ Πίνακι)· εἰς δ’ ἐλέγους εὔσπορον ἀνθέμιον Ἀνθ. Π. 4.1, 36· ἀνθ. χρυσίου, ἴδε ἐν λ. ἄνθεμον. 2) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160 (σ. 277) ὁ Βοίκχιος ὑπολαμβάνει ὅτι τὸ ἀνθέμιον εἶναι τὸ ἐπὶ τῶν Ἰωνικῶν κιόνων ἄνθος, τὸ ἐκ τοῦ αἰγοκλήματος εἰλημμένον, ἴδε Στουάρτου Ἀθήνας 4 σ. 7-12· ― ποικίλους δὲ τὰ νῶτα καὶ τὰ ἔμπροσθεν πάντα ἐστιγμένους ἀνθέμιον, μὲ σχήματα ἀνθέων, περὶ τῶν παίδων τῶν πλουσίων Μοσσυνοίκων, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 32, ἴδε Sturz Λεξ. ἐν λ. ― καθ’ Ἡσύχιον: «γραμμή τις ἑλικοειδὴς ἐν τοῖς κίοσι· καὶ τόπος Ἀθήνησιν ἐν τῇ ἀκροπόλει»· προσέτιαὐτός: «ἀνθέμιον· τὸ ἐκλεκτὸν χρυσίον»· ― «ἀνθέμιον, τὸ χρυσίον τὸ ἐκλεκτόν» Σουΐδ.

Greek Monotonic

ἀνθέμιον: τό = ἄνθος, ἀνθέμιον, ἐστιγμένος, κατάστικτος με λουλούδια, σε Ξεν.

Middle Liddell

= ἄνθος.]
ἀνθέμιον ἐστιγμένος tattooed with flowers, Xen.

Léxico de magia

τό bot. camomila oculta bajo nombres secretos (αἷμα) ἀπ' ὀσφύος· ἀ. sangre de la cadera es camomila P XII 423 Ἑστίας αἷμα· ἀ. sangre de Hestia es camomila P XII 427