ανθοκρατώ

Greek Monolingual

ἀνθοκρατῶ (-έω) (Α)
(κωμική, εξεζητημένη λέξη του Λουκιανού) είμαι ο κύριος των ανθέων, ανήκω στην πνευματική αριστοκρατία.