τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(Α ἀνήκω) ήκω
1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου
2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι
3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω
αρχ.
1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω
2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω κάτι
3. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω ή στην αρχή.