(Α ἀνθολογῶ, -έω)νεοελλ.διαλέγω τα καλύτερα κομμάτια, συμπεριλαμβάνω σε ανθολογία, καταρτίζω ανθολογίααρχ.1. μαζεύω λουλούδια2. ανθολογούμαι(για τις μέλισσες) συλλέγω το μέλι από τα λουλούδια.