ανθρακουργία
Greek Monolingual
η (Μ ἀνθρακουργία)
νεοελλ.
παραγωγή ξυλανθράκων σε καμίνι
μσν.
«ἔρωτος ἀνθρακουργία» — η φωτιά του έρωτα που κατακαίει τον ερωτευμένο.
η (Μ ἀνθρακουργία)
νεοελλ.
παραγωγή ξυλανθράκων σε καμίνι
μσν.
«ἔρωτος ἀνθρακουργία» — η φωτιά του έρωτα που κατακαίει τον ερωτευμένο.