καμίνι
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
το (AM καμίνιον)
(υποκορ. του κάμινος) κλειστός χώρος που θερμαίνεται ισχυρότατα και στον οποίο ψήνονται πλίνθοι ή κεραμίδια, λειώνουν μέταλλα, απανθρακώνονται ξύλα κ.λπ.
νεοελλ.
μτφ. ισχυρός καύσωνας, υπερβολική ζέστη («το μεσημέρι το σπίτι είναι καμίνι»)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. (για σφοδρό πάθος) φλόγα («ερωτικό καμίνι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + υποκορ. κατάλ. -ιον].