ανθρωπεμπορία

Greek Monolingual

η
1. η δουλεμπορία
2. η σωματεμπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + εμπορία. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Κ. Κούμα].