ανθρωπινός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ανθρώπινος
2. ανεκτός, επαρκής («ανθρωπινό φαΐ»)
3. κόσμιος, ευπρεπής ευπαρουσίαστος («ανθρωπινά λόγια», «ανθρωπινά ρούχα»).
-ή, -ό
1. ανθρώπινος
2. ανεκτός, επαρκής («ανθρωπινό φαΐ»)
3. κόσμιος, ευπρεπής ευπαρουσίαστος («ανθρωπινά λόγια», «ανθρωπινά ρούχα»).