ευπαρουσίαστος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει καλή εμφάνιση, ωραίο παρουσιαστικό
2. (για πράγματα) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί ευπρεπώς, ο παρουσιάσιμος.
επίρρ...
ευπαρουσιάστως, ευπαρουσίαστα
με τρόπο ευπαρουσίαστο, ευπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ουσιάζω (-ομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].