Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανθρωποκεντρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανθρωποκεντρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ.<άνθρωπος+κεντρικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον λόγιο και συγγραφέα Κλ. Ραγκαβή].