κεντρικός

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρικός Medium diacritics: κεντρικός Low diacritics: κεντρικός Capitals: ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kentrikós Transliteration B: kentrikos Transliteration C: kentrikos Beta Code: kentriko/s

English (LSJ)

κεντρική, κεντρικόν,
A of or belonging to a cardinal point, σχῆμα Vett.Val.134.26.
II Adv. κεντρικῶς, metaph., ὁ νοῦς… ἀδιαιρέτως καὶ κ. οἶδε τὰ διαιρούμενα Phlp.in de An.542.29.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ κέντρον, ἐκ τοῦ κέντρου, διάστημα Valens παρὰ τῷ Salm. de Climact. σ. 300.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κεντρικός, -ή, -όν) κέντρον
αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία»)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός»)
2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το οποίο ορμώνται ή εξαρτώνται άλλα ομοειδή πράγματα ή φαινόμενα («κεντρική θέρμανση»)
3. φρ. «κεντρική ιδέα» — η αρχική, η θεμελιώδης ιδέα, από την οποία εξαρτώνται οι επί μέρους ιδέες.