ανθρωποποίητος

Greek Monolingual

-ον
ο ανθρωπόπλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ποιητός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Ι. Σούτζο].