ανθρωπόπλαστος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που πλάστηκε από ανθρώπους, που είναι πλάσμα ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλαστός < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. (ανθρωπόπλαστοι) στον Κλ. Ραγκαβή].