ανθυγιεινός

Greek Monolingual

-ή, -ό
μη υγιεινός, επιβλαβής για την υγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ- + υγιεινός. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή της ιατροδικαστικής και της τοξικολογίας Γεώργιο Βάφα (1850-1911)].