ανθόπλεκτος

Greek Monolingual

-η, -ο
πλεγμένος με λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + πλεκτός. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο καί υπουργό Οικονομικών Ευστάθιο Σίμο (1804-1878)].