ανθόφυτος

Greek Monolingual

-η, -ο
(για τοποθεσία) αυτός που έχει φυτείες, καλλιέργειες ανθοφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -φυτος < φυτεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γ. Παράσχο].