τοποθεσία
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
ἡ,
A topography, τῆς κατ' Αἴγυπτον χώρας D.S.1.42, cf. Cic.Att.1.16.18, Ptol.Geog.1.1.3.
2 Astrol., situation, arrangement of heavenly bodies in regions, Vett.Val.42.12.
II description of a place, to pographical account, Cic.Att.1.13.5.
2 plan, survey, POxy. 100.10 (ii A. D.), etc.
3 region, quarter, PMasp. 162.9 (vi A. D.).
4 = canalis, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1129] ἡ, 1) die Lage, Stellung eines Ortes, D. Sic. – Häufiger 2) Beschreibung der Lage eines Ortes, topographische Angabe, Cic. Att. 1, 13.
Russian (Dvoretsky)
τοποθεσία: ἡ местоположение Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τοποθεσία: ἡ, θέσις τόπου, τὸ μέρος ἔνθα κεῖται τόπος τις, Διόδ. 1. 42, κλπ. ΙΙ. περιγραφὴ τόπου, τοπογραφικὴ ἐξέτασις, Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 13, 5., 16 ἐν τέλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τοποθετῶ
1. συγκεκριμένη θέση σε έναν τόπο (α. «σε ποια τοποθεσία έγινε η σύγκρουση;» β. «περὶ τῆς τοποθεσίας τῆς κατ' Αἴγυπτον χώρας», Διόδ.)
2. περιοχή, περιφέρεια ή συνοικία («το σπίτι τους είναι στην ωραιότερη τοποθεσία του χωριού»)
μσν.
τοποθέτηση, κατάταξη
αρχ.
1. περιγραφή, παρουσίαση τόπου
2. σχέδιο, άποψη
3. διώρυγα.