-η, -οαυτός που έχει ανοιχτά, απαλά χρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοιχτός + -χρωμος < χρώμα. Η λ. ανοικτόχρωμος μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].