ανορθωτής

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνορθωτής)
αυτός που ανορθώνει κάτι ή κάποιον, ο αναμορφωτής
νεοελλ.
διάταξη που μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές.