ανοσοποιώ

Greek Monolingual

καθιστώ άνοσο, εξασφαλίζω ανοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνοσος + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immunize].