Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανούτατος
Greek Monolingual
ἀνούτατος και ἀνούτητος, -ον (Α) 1. αυτός που δεν πληγώθηκε από χτύπημα ξίφους 2. ο άτρωτος 3. (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ουτάω «χτυπώ με όπλο»].