αντιάνειρα
Greek Monolingual
ἀντιάνειρα, η (Α)
1. ίση, ισόπαλη με άντρα
2. αυτή που ξεσηκώνει τον έναν άντρα εναντίον του άλλου («στάσις ἀντιάνειρα»).
ἀντιάνειρα, η (Α)
1. ίση, ισόπαλη με άντρα
2. αυτή που ξεσηκώνει τον έναν άντρα εναντίον του άλλου («στάσις ἀντιάνειρα»).