αξιοζήλευτος

Greek Monolingual

-η, -ο
εκείνος που αξίζει να τον ζηλεύει ή να τον θαυμάζει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + ζηλευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου].

Translations

enviable

Bulgarian: завиден; Catalan: envejable; Czech: záviděníhodný; Dutch: benijdenswaardig; Galician: envexable; German: beneidenswert; Greek: αξιοζήλευτος; Ancient Greek: ἀγαῖος, ἀξιόζηλος, ἀξιοζήλωτος, ἐπίζαλος, ἐπίζηλος, εὔζηλος, ζαλωτός, ζηλωτός, μακαριστός; Italian: invidiabile; Manx: yn-troo; Maori: haetara; Portuguese: invejável; Russian: завидный; Serbo-Croatian Cyrillic: завидан; Roman: závidan; Slovak: závideniahodný; Spanish: envidiable; Swedish: avundsvärd; Tajik: рашковар, рашкомез, рашкангез