Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αξύπνητος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που κοιμήθηκε συνέχεια, χωρίς ανεπιθύμητη διακοπή στον ύπνο του 2.εκείνος από τον οποίο δεν ξυπνάει κανείς 3.το αρσ. ως ουσ. ο αξύπνητος ο θάνατος 4.μτφ. ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.