απέχω

Greek Monolingual

(AM ἀπέχω)
1. βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι
2. δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σε κάτι, κρατιέμαι μακριά από κάτι