απαισιόδοξος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αντιμετωπίζει τα πάντα από την κακή τους όψη και προβλέπει το μέλλον θλιβερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αισιόδοξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών].