απανίστημι
Greek Monolingual
ἀπανίστημι (Α) κ. ἀπανιστῶ (Μ)
1. κάνω κάποιον να φύγει, διώχνω
2. (απανίσταμαι) αφήνω μία χώρα, μεταναστεύω.
ἀπανίστημι (Α) κ. ἀπανιστῶ (Μ)
1. κάνω κάποιον να φύγει, διώχνω
2. (απανίσταμαι) αφήνω μία χώρα, μεταναστεύω.