αφήνω
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
Greek Monolingual
και αφίνω
Ι. (μτβ.)
1. παύω να κρατώ κάτι
2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου
3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ
4. αποχωρίζομαι κάποιον
5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου
6. σταματώ, παύω
7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες
8. (για πρόσ. ή πράγμ.) απολύω, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω
9. παραλείπω, παραβλέπω, προσπερνώ
10. επιτρέπω, δίνω την άδεια ή παρέχω σε κάποιον τις κατάλληλες συνθήκες για κάτι
11. παύω να ενοχλώ
12. παραδίδω, εμπιστεύομαι, αναθέτω σε κάποιον
13. δίνω ή αποφέρω (κέρδη)
14. αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ
15. δίνω ένα εμπόρευμα σε τιμή κατώτερη από αυτήν που ζητούσα αρχικά
II. (μέσ, αμτβ.)
1. αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου, (και μτφ.) παρασύρομαι
2. εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε κάποιον
3. αθωώνομαι, απολύομαι
III. φρ.
1. «αφήνω γεια» — χαιρετώ, αποχαιρετώ
2. «αφήνω γένεια, μουστάκι, μαλλιά κ.λπ.» — δεν τα κόβω για να μεγαλώσουν ελεύθερα
3. «αφήνω κάποιον στα κρύα του λουτρού» — τον εγκαταλείπω σε κρίσιμη στιγμή
4. «αφήνω κάποιον πίσω» — προπορεύομαι, προχωρώ
5. «αφήνω που...» — εκτός του ότι..., χώρια που...
6. «αφήνω στην μπάντα (ή κατά μέρος)» — παραμερίζω, παραβλέπω, αγνοώ
7. «αφήνω κάποιον στον τόπο» — τον σκοτώνω επιτόπου
8. «αφήνω κάποιον στο δρόμο (ή στους πέντε δρόμους)» — τον εγκαταλείπω τελείως απροστάτευτο
9. «άφησε αυτά που ξέρεις» — μην καταφεύγεις σε τεχνάσματα ή σε πονηριές
10. «άφησέ με να σ' αφήσω» — να γίνει κάτι με ίσους όρους
11. «(μας) άφησε χρόνους» — πέθανε
12. άστα! (ως επιφών.)
φοβερό, μην το συζητάς
13. «άστα να πάνε...» — αγνόησέ τα, ξέχασέ τα (πρβλ. αρχ. αφίημι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η γραφή με -η- (αφήνω) ερμηνεύεται από την ετυμολογία της λ. < (μελλ.) αφήσω του αρχ. αφίημι
ο τ. αφίνω (με -ι-) από μτγν. αφίω < αρχ. αφίημι].