απαραφύλακτος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπαραφύλακτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τον παραφυλάσσουν, ακατασκόπευτος
μσν.
1. αυτός που δεν τον φυλάει κανείς, ο αφύλακτος
2. απρόσεκτος, αμελής.