-ή, -ό (με μου, σου, του)εγώ ο ίδιος, μόνος μου, ατός μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Από φρ. όπως απ' αυτού, απ' αυτόν, απ' αυτής κ.λπ. > ονομ. απαυτός > απατός, με παρετυμολογία προς το ατός].