απειροστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
«απειροστικός λογισμός» — όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για τον διαφορικό και ολοκληρωτικό λογισμό.
-ή, -ό
«απειροστικός λογισμός» — όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για τον διαφορικό και ολοκληρωτικό λογισμό.