διαφορικό

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

το
1. μαθ. το γινόμενο της παραγώγου μιάς συναρτήσεως επί την ανεξάρτητη μεταβλητή της
2. (μηχ.) τμήμα μηχανής αυτοκινήτου, ντιφερανσιέλ.