διαφορικό
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
το
1. μαθ. το γινόμενο της παραγώγου μιάς συναρτήσεως επί την ανεξάρτητη μεταβλητή της
2. (μηχ.) τμήμα μηχανής αυτοκινήτου, ντιφερανσιέλ.
το
1. μαθ. το γινόμενο της παραγώγου μιάς συναρτήσεως επί την ανεξάρτητη μεταβλητή της
2. (μηχ.) τμήμα μηχανής αυτοκινήτου, ντιφερανσιέλ.