απεκκλίνω
Greek Monolingual
1. απομακρύνομαι από κάποιο σημείο
2. κλίνω προς διαφορετική από τη σωστή κατεύθυνση, εκτρέπομαι από το σωστό.
1. απομακρύνομαι από κάποιο σημείο
2. κλίνω προς διαφορετική από τη σωστή κατεύθυνση, εκτρέπομαι από το σωστό.