απεριποίητος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπεριποίητος, -ον)
1. (για πρόσωπα) ατημέλητος, ασυγύριστος
2. (για πράγματα) χωρίς επιμέλεια καμωμένος, αμελημένος
3. παθ. αυτός που δεν τον περιποιήθηκαν, που δεν έτυχε φιλοξενίας
αρχ.-μσν.
ο ακατασκεύαστος.