καμωμένος

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. φτειαγμένος, κατασκευασμένος, τελειωμένος
2. (για καρπούς) γινωμένος, ώριμος.