καμωμένος

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. φτειαγμένος, κατασκευασμένος, τελειωμένος
2. (για καρπούς) γινωμένος, ώριμος.