απεύχομαι

Greek Monolingual

(AM ἀπεύχομαι)
εύχομαι ή προσεύχομαι να μη γίνει κάτι
αρχ.
1. απορρίπτω, περιφρονώ
2. αποτρέπω με τις προσευχές μου.