απορρίπτω

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

κ. απορίχνω, κ. -ρίχτω (AM ἀπορρίπτω)
1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω
2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον
μσν.- νεοελλ.
αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον
νεοελλ.
Ι. (-ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε ανώτερη τάξη ή δεν κάνω δεκτό σε εισιτήριες εξετάσεις
II. (-ρίχνω)
1. παθαίνω αποβολή, γεννώ πρόωρα
2. (για λόγο ή μυστικό) εμπιστεύομαι, εκμυστηρεύομαι
III. (-ομαι)
1. παραμελώ τον εαυτό μου
2. απελπίζομαι
μσν.
εγκαταλείπω βρέφος, το αφήνω έκθετο
αρχ.
1. εξορίζω
2. (για λόγο) ξεστομίζω
3. αποκηρύσσω.