αποθαυμάζω
Greek Monolingual
(AM ἀποθαυμάζω κ. ιων. αποθωυμάζω κ. αποθωμάζω)
κατέχομαι από μεγάλο θαυμασμό, αναπολώ με θαυμασμό, εκπλήσσομαι.
(AM ἀποθαυμάζω κ. ιων. αποθωυμάζω κ. αποθωμάζω)
κατέχομαι από μεγάλο θαυμασμό, αναπολώ με θαυμασμό, εκπλήσσομαι.