αναπολώ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀναπολῶ και ποιητ. ἀμπολῶ)
επαναφέρω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναλογίζομαι
αρχ.
1. αναστρέφω το χώμα με άροτρο, οργώνω
2. επαναλαμβάνω, αναθεωρώ
3. σκέπτομαι, σταθμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πολῶ «αναστρέφω».
ΠΑΡ. αναπόληση(-ις)
νεοελλ.
αναπολητικός].