αποκλαίω

Greek Monolingual

(AM ἀποκλαίω, Α κ. -κλάω)
σταματώ το κλάμα, παύω να κλαίω
νεοελλ.
θρηνώ κάποιον σαν να έχει ήδη πεθάνει
αρχ.
1. κλαίω με λυγμούς, θρηνολογώ
2. θρηνώ κάποιον.