αποκοιμιέμαι

Greek Monolingual

κ. -μιούμαι κ. -μούμαι (AM ἀποκοιμῶμαι, -άομαι)
1. με παίρνει ο ύπνος
2. κοιμάμαι βαθιά
3. πεθαίνω ήρεμα
αρχ.
κοιμάμαι μακριά απ' το σπίτι μου.