πεθαίνω

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

και αποθαίνω
1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.)
2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τον πέθαναν με τα βασανιστήρια»)
3. αφαιρώ έμμεσα τη ζωή κάποιου («τον πέθανε ο καημός της κόρης του»)
4. (για κάθε πράγμα ή φθαρτό αντικείμενο) παύω να υπάρχω, διαλύομαι, εξαφανίζομαι («τα φύλλα και τα σύννεφα που φεύγουν και πεθαίνουν», Πορφύρ.)
5. υποφέρω πολύ, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι («πεθαίνω στη δουλειά»)
6. μτφ. α) βασανίζω υπερβολικά κάποιον, καταπονώ, προκαλώ δυνατό πόνο σε κάποιον, τον κάνω να φθάσει ώς την πλήρη εξάντληση («τον πέθανε στη δουλειά»)
β) επιθυμώ σφοδρά κάτιπεθαίνω για χορό και τραγούδι»)
7. (η μτχ. παθ. παρακμ. και ως ουσ.) ο πεθαμένος, -η, -ο
ή αποθαμένος, -η, -ο
α) ο νεκρός («μα δεν ακούνε τες φωνές στον τάφο οι πεθαμένοι», Σολωμ.)
β) μτφ. εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος, κατάκοπος
8. φρ. α) «πεθαίνω από την πείνα» ή «πεθαίνω της πείνας»
i) λιμοκτονώ
ii) πεινώ πάρα πολύ
β) «πεθαίνω από το κρύο» — κρυώνω πάρα πολύ
γ) «πέθανα στα γέλια» — γέλασα πάρα πολύ
δ) «ο θεός να συχωρέσει τών αποθαμένω σας» ή «θεός σ(υ)χωρέσ' τα πεθαμένα»
(ως ευχή) ο θεός να συγχωρήσει τα συγγενικά σας πρόσωπα που έχουν πεθάνει
9. παροιμ. α) «σαν πεθάνω από συνάχι, φάσκελα νά 'χει η πανούκλα» — όταν το αποτέλεσμα είναι εξίσου καταστρεπτικό, εξουδετερώνεται η οσοδήποτε μεγάλη διαφορά δύο κινδύνων
β) «ώς τότε ποιος ζει, ποιος πεθαίνει» ή «όσοι ζήσουν κι όσοι πεθάνουν» — μοιρολατρικός σκεπτικισμός ότι το μέλλον είναι άγνωστο
γ) «πέθανε να σ' αγαπώ, ζήσε να σ' έχω αμάχη» — λέγεται για όσους θρηνούν υποκριτικά για τον θάνατο μισητών συγγενών τους
δ) «σαν πεθάνω εγώ, φούρνος να μην καπνίσει» — το αντίστοιχο του αρχαίου εμού θανόντος γαία πυρί μιχθήτω, δηλαδή δεν με ενδιαφέρει τί θα συμβεί μετά τον θάνατό μου, ακόμη και να καταστραφεί ολόκληρος ο κόσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ()πεθ-αίνω < ()πέθαν-ε, αόρ. β' του ἀποθνῄσκω κατά τα ρ. σε -αίνω].