αποκορύφωμα
Greek Monolingual
το
ανώτατο όριο, έπακρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκορυφώ (-ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
το
ανώτατο όριο, έπακρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκορυφώ (-ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].