ἀπορράπτω (Α)1. ράβω ξανά2. ράβω3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» — κλείνω, βουλλώνω4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» — φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος.