βουλλώνω
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Greek Monolingual
(Μ βουλλώνω)
1. σφραγίζω κάτι με βούλλα
2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά
3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση
4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο
5. επικυρώνω
νεοελλ.
1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι
2. φράζομαι, παθαίνω απόφραξη
3. φρ. «βουλώνω το στόμα κάποιου» — αποστομώνω ή εξαγοράζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. βουλλώνω < μσν. βουλλώνω < μσν. βούλλα βλ. λ.].